τελήεις
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
English (LSJ)
εσσα, εν, (τελέω) Ep. Adj.
A = τέλειος, perfect, complete, of victims, in Il. and Od. always τεληέσσας ἑκατόμβας, i.e. hecatombs of full tale or number, or of full-grown beasts, or of beasts without blemish, Il.1.315, 2.306, Od.4.352, 17.50, al.; τελήεντες οἰωνοί birds of sure augury, as if they brought about what they betokened, opp. μαψιλόγοι, h.Merc.544 (as perhaps τελειότατος πετεηνῶν, cf. τέλειος 1.1a): in this sense Tyrt.4.2 has τελέεντ' ἔπεα sure predictions, from the form τελέεις. II Ὠκεανοῖο τελήεντος ποταμοῖο prob. the river in which all others end, or ending in itself, ever-circling, Hes. Th.242,959.
German (Pape)
[Seite 1088] εσσα, εν, 1) vollendet, woran Nichts zur Vollständigkeit und Vollkommenheit fehlt; Hom. vrbdt ἔρδειν oder ῥέζειν τεληἑσσας ἑκατόμβας, wobei nicht sowohl an die volle Zahl von hundert Rindern, als an die makellosen, vollkommen ausgewachsenen Thiere zu denken ist, welche zu solchen Opfern genommen werden mußten; ποταμὸς τελήεις heißt Hes. Th. 242 der Okeanos, der in sich selbst zurückfließende u. dadurch seinen Kreislauf vollendende Strom. – 2) vollendend, erfüllend, τελήεντες οἰωνοί, weissagende Vögel, welche sichere Vorzeichen geben und das Verkündete erfüllen, im Ggstz der μαψιλόγοι, H. h. Merc. 544. So Tyrtacus bei Plut. Lycurg. 6 ἔπεα τελέεντα, sichere Weissagungen.
Greek (Liddell-Scott)
τελήεις: εσσα, εν, (τελέω) Ἐπικ. ἐπιθ. = τέλειος, ἐπὶ θυμάτων, ἐν τῇ Ἰλ. καὶ Ὀδ. ἀείποτε, ἔρδειν ἢ ῥέζειν τεληέσσας ἑκατόμβας, δηλ. ἢ ἑκατόμβας πλήρεις τὸν ἀριθμὸν ἢ ἑκατόμβας τελείων τὴν ἡλικίαν ζῴων ἀρτίων, ἄνευ μώμου τινὸς ἢ ἐλλείψεως, Ἰλ. Α. 315, κ. ἀλλ.· τελήεντες οἰωνοί, βεβαίως προμαντεύοντές τι, οἱονεὶ ἐκτελοῦντες ὅσα προεμήνυον, ἀντίθετον τῷ μαψιλόγοι, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 544· (οὕτως ἴσως τὸ τελειότατος πετεηνῶν, - πρβλ. τέλειος Ι)· ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας ὁ Τυρταῖ. 2. 2 ἔχει ἔπεα τελέεντα, βέβαιαι προρρήσεις, ἐξ ἀρχαιοτέρου τύπου τελέεις. ΙΙ. Ὠκεανοῖο τελήεντος ποταμοῖο, πιθ. ποταμοῦ, εἰς ὃν πάντες οἱ λοιποὶ τελευτῶσιν, ἤ, ὅστις εἰς ἑαυτὸν τελειώνει, ὡς κυκλοτερής, Ἡσ. Θεογ. 242, 959.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
achevé, accompli, parfait : ἔρδειν τεληέσσας ἑκατόμβας IL accomplir des hécatombes de bœufs sans tache.
Étymologie: τέλος.