χολάς
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
English (LSJ)
άδος, ἡ, commonly in pl. χολάδες,
A bowels, guts, Il.4.526, h.Merc.123, Antim.45; made into strings for lyre, etc., AP11.352.12 (Agath.): in Com., also χολλάδες, Pherecr.246, Men.23. II in sg., gut-cavity, common to the ὑποχόνδριον and λαγών, Arist.HA 493a21. (Cf. χόλ-ιξ, Slav. želad[ucaron]k[ucaron] 'stomach'; not cogn. with χολή as implied by Aret.SD2.9.)
German (Pape)
[Seite 1363] άδος, ἡ, 1) gew. im plur. αἱ χολάδες, die Eingeweide, Gedärme, Il. 4, 526. 21, 181 H. h. Merc. 123 u. folgde Dichter, ἐξ ὄϊος χολάδων τερσομένων τὰ νεύρια τέτυκται Agath. 68 (XI, 352); später auch χολλάδες, Pherecrat. u. Men. bei Ath. XII, 549 b; vgl. B. A. 72, wo erkl. ist αἱ τῆς γαστρὸς διὰ πυκνότητα ἐπιπτύξεις; Mein. Men. 12. – 2) im sing. die Vertiefung zwischen dem Brustknorpel u. den Seiten, Arist. H. A. 1, 13.
Greek (Liddell-Scott)
χολάς: -άδος, ἡ, συνήθως ἐν τῷ πληθ. χολάδες, τὰ ἔντερα, Ἰλ. Δ. 526, Φ. 181, Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 123· ἐξ ὧν κατεσκευάζοντο χορδαί, Ἀνθ. Παλατ. 11. 352· - παρὰ τοῖς κωμ. εὑρίσκομεν καὶ τύπον χολλάδες, Φερεκράτ. ἐν Ἀδήλ. 19, Μένανδρ. ἐν «Ἁλιεῦσι» 3· πρβλ. χόλιξ. ΙΙ. ἐν τῷ ἑνικῷ, τὸ μέρος τὸ μεταξὺ τοῦ ὑποχονδρίου καὶ τῆς λαγόνος, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 1. 13, 1. ΙΙΙ. εἶδος σμαράγδου, Πλίν. 37. 18. (Πρβλ. χορδή, χόλιξ· Σανσκρ. (Βεδ.) hir-â (viscera)· Λατ. har-u-spex, har-iolus, hi-ra, hill-ae (δηλ. hir-ulae)· Ἀρχ. Σκανδ. gör-n, πληθ. gar-nir· Λιθ. zar-nâ (πρβλ. Γερμ. darm).)