Ὀλύμπιος

From LSJ
Revision as of 19:46, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ὀλύμπιος Medium diacritics: Ὀλύμπιος Low diacritics: Ολύμπιος Capitals: ΟΛΥΜΠΙΟΣ
Transliteration A: Olýmpios Transliteration B: Olympios Transliteration C: Olympios Beta Code: *)olu/mpios

English (LSJ)

ον,

   A Olympian, of Olympus, dwelling on Olympus, epith. of the gods above, Il.1.399, 20.47 ; οἱ Ὀ. Men.Sam.187 ; esp. of Zeus, who is called simply Ὀλύμπιος in Il.18.79, 22.130, al., Hes.Op.474, etc. ; so Ζεὺς πατὴρ Ὀ. S.Tr.275 : in Prose, ὁ Ζεὺς ὁ Ὀ. Th.2.15, IG 12.39.35, 22.112.7 ; μὰ τὸν Δία τὸν Ὀ. Ar.Nu.817 ; Ζεὺς ὁ Ὀ. Th.3.14 ; ὁ Ὀ. Ζεύς Pl.R.583b ; τοι Δι Ὀλυνπιοι SIG9.6 (Elis, vi B. C.) ; Ὀ. ἀστήρ Opp.H.4.315 ; ἕδρη IG9(1).882.1 (Corc.) : applied by Com. to Pericles, Ar.Ach.530, cf. Cratin.71, Telecl.17 ; also Ὀ. δώματα the mansions of Olympus, Il.1.18, al., Hes.Th.75.

Greek (Liddell-Scott)

Ὀλύμπιος: -ον, ὁ τοῦ Ὀλύμπου, ὁ ἐν Ὀλύμπῳ οἰκῶν, παρ’ Ὁμ., Ἡσ. καὶ Ἀττ. ποιηταῖς ὡς ἐπίθ. τῶν οὐρανίων θεῶν, μάλιστα τοῦ Διὸς ὅστις καλεῖται καὶ ἁπλῶς Ὀλύμπιος ἐν Ἰλ. Τ. 108, Ὀδ. Α. 60, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 476, κτλ.· οὕτω, Ζεὺς πατὴρ Ὀλ. Σοφ. Τρ. 275· ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ὁ Ζεὺς ὁ Ὀλ. Θουκ. 2. 15, Συλλ. Ἐπιγρ. 99· μὰ τὸν Δία τὸν Ὀλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 817· Ζεὺς ὁ Ὀλ. Θουκ. 3. 14· ὁ Ὀλ. Ζεὺς Συλλ. Ἐπιγρ. 11· οἱ κωμικοὶ ποιηταὶ ἐκάλουν οὕτω τὸν Περικλέα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 530, πρβλ. Κρατῖν. ἐν «Θρᾴτταις» 1, Τηλεκλείδης ἐν «Ἡσιόδοις» 4· ― Ὀλ. δώματα, τὰ ἐν Ὀλύμπῳ δώματα τῶν θεῶν, Ὅμ., Ἡσ.· ― Ὀλ. ἀστὴρ Ὀππ. Ἁλ. 4. 315· ἕδρη Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 261. 1.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
de l’Olympe, Olympien ou d’Olympie, Olympique ; ὁ Ὁλύμπιος l’Olympien, càd Zeus.
Étymologie: Ὄλυμπος.