μισγάγκεια

From LSJ
Revision as of 19:48, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισγάγκεια Medium diacritics: μισγάγκεια Low diacritics: μισγάγκεια Capitals: ΜΙΣΓΑΓΚΕΙΑ
Transliteration A: misgánkeia Transliteration B: misgankeia Transliteration C: misgagkeia Beta Code: misga/gkeia

English (LSJ)

ἡ, (μίσγω, ἄγκος)

   A meeting of glens, meeting of the waters, ὡς δ' ὅτε . . ποταμοὶ . . ἐς μισγάγκειαν συμβάλλετον . . ὕδωρ Il.4.453: metaph., Gal.Nat.Fac.1.2, Alex.Aphr.Pr.1.46; ποιητικὴ μ. Pl. Phlb.62d, Dam.Pr.113; μ. κακῶν Id. ap. Suid. s.v. Εὐπείθιον.

German (Pape)

[Seite 189] ἡ, eine Bergschlucht, wo die Bergströme von allen Seiten zusammenlaufen u. sich vermischen, Il. 4, 453, dem folgdn χαράδρα entsprechend.

Greek (Liddell-Scott)

μισγάγκεια: ἡ, (μίσγω, ἄγκος) τόπος ἔνθα δύο ἢ πλείονες φάραγγες ὀρέων ἑνοῦνται καὶ εἰς ὃν τὰ ὕδατα αὐτῶν πανταχόθεν εἰσορμῶσιν, ὡς δ’ ὃτε χείμαρροι... ἐς μισγάγκειαν συμβάλετον..., ὕδωρ Ἰλ. Δ. 453· ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, συνάγκεια· μεταφ. μ. κακῶν Δαμασκ. παρὰ τῷ Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 vallon où se réunissent les eaux de plusieurs torrents;
2 pudenda muliebria.
Étymologie: μίσγω, ἄγκος.