οἰνόπεδος
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
English (LSJ)
ον (η, ον Opp. C.4.331),
A with soil fit to produce wine, abounding in wine, ἀνὰ γουνὸν ἀλωῆς οἰνοπέδοιο Od.1.193, cf. 11.193 ; productive of wine, -πέδῃσι φυτηκομίῃσι μεμηλώς Opp.l.c. II Subst. οἰνό-πεδον, τό, vineyard, τέμενος... τὸ μὲν ἥμισυ οἰνοπέδοιο Il.9.579, cf. Thgn.892, Theoc.24.130, Plu.2.604c, prob. for οἰκ- in SIG1000.8 (Cos):—also οἰνο-πέδη, ἡ, AP11.409 (Gaet.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰνόπεδος: -ον, ὁ ἔχων ἔδαφος κατάλληλον πρὸς παραγωγὴν οἴνου, ἀνὰ γουνὸν ἀλωῆς οἰνοπέδοιο Ὀδ. Α. 193, πρβλ. Λ. 132, Μόσχ. 4. 100. ΙΙ. οἰνόπεδον, ὡς οὐσιαστ., γῆ οἰνοφόρος, ἀμπελών, τέμενος ... τὸ μὲν ἥμισυ οἰνοπέδοιο Ἰλ. Ι. 579, πρβλ. Θέογν. 892, Θεόκρ. 24. 128· - ὡσαύτως οἰνοπέδη, ἡ, Ἀνθ. Π. 11. 409, Ὀππ. Κ. 4. 331.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont le sol est planté de vignes.
Étymologie: οἶνος, πέδον.