ὀξυρεπής
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
ές,
A = ὀξύρροπος, ὀ. δόλῳ with quick-turning art. Pi.O.9.91 ; ὀξυρρεπής in Hsch.
German (Pape)
[Seite 354] ές, poet, = ὀξυῤῥεπής, Pind. Ol. 9, 98, δόλος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠρεπής: -ές, = ὀξύρροπος, ὀξυρ. δόλῳ, μετ’ εὐστρόφου δολιότητος, Πινδ. Ο. 9. 138· ὀξυρρεπὴς ἐν Σχολ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1015, καὶ παρ’ Ἡσύχ.:» ὀξυρρεπής· ὀξέως βαρῶν, ἢ ῥέπων, ἢ κινούμενος»· ― Ἐπίρρ. ὀξυρρεπῶς, Μᾶρκ. Ἐρημ. 1041Β.