Πυθιόνικος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A of or belonging to a Pythian victory, Pi.P.6.5, etc.
Greek (Liddell-Scott)
Πῡθιόνῑκος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς Πυθικὴν νίκην, Πινδ. Π. 6. 4, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. Πυθιονίκης.
English (Slater)
Πῡθῐόνῑκος, -ον
1for a Pythian victory Πυθιόνικος ἑτοῖμος ὕμνων θησαυρὸς (P. 6.5) Πυθιόνικον τιμὰν (P. 8.5)