τανύπτερος
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
ον,
A = τανυσίπτερος, with extended wings, long-winged, οἰωνοί h.Cer. 89; αἰετός Hes.Th.523, cf. Ibyc.4, Pi.P.5.112; of arrows, Tim. Pers.30.
German (Pape)
[Seite 1067] = τανυσίπτερος, τανυπτέρυξ, mit ausgebreiteten langen Flügeln, oder die Flügel ausbreitend, dah. weit, schnell fliegend; οἰωνοί, H. h. Cer. 89; αἰετός, Hes. Th. 523; Ibyc. 3; Pind. P. 5, 104.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰνύπτερος: βραχύτερος τύπος τοῦ τανυσίπτερος, ὁ ἔχων μακράς, ἐκτεταμένας τὰς πτέρυγας, οἰωνοὶ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 89· αἰετὸς Ἡσ. Θ. 523, πρβλ. Ἴβυκ. 3, Πινδ. Ν. 5. 149.
English (Slater)
τᾰνύπτερος
1long winged τανύπτερος αἰετὸς (P. 5.111)