παρήκω

From LSJ
Revision as of 12:20, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρήκω Medium diacritics: παρήκω Low diacritics: παρήκω Capitals: ΠΑΡΗΚΩ
Transliteration A: parḗkō Transliteration B: parēkō Transliteration C: pariko Beta Code: parh/kw

English (LSJ)

   A to have come alongside : hence, lie beside, stretch along, παρὰ πᾶσαν [τὴν θάλασσαν] Hdt.2.32, cf. 4.39,42, 9.15 ; παρὰ τὸ ὀστέον Hp.Loc.Hom.6 ; πρὸς ἡλίου δύσιν μέχρι τοῦ Ὀσκίου ποταμοῦ Th.2.96 ; εἰς τὸ πλάγιον X.Cyn.4.1 ; π. πρὸς τὸ πλῆθος extend to the length, Arist.Po.1459b22.    II pass in any direction, ἔνδοθεν στέγης μὴ 'ξω παρήκειν S.Aj.742.    III of Time, to be past, ὁ παρήκων χρόνος the past, opp. ὁ μέλλων, Arist.Ph.222b1 ; but also    2 εἰς τὸ παρῆκον τοῦ χρόνου up to the present time, Pl.Alc.2.148c.    3 ὡς ἂν παρήκῃ as occasion arises, Archig. ap. Orib.8.23.1.    IV remit, of fever, Aret. CA 1.1 (v.l. -είκῃ), cf. 2.3 : metaph., come to an end, παρήκοντος ἤδη τοῦ πολέμου Parth.4.4.

German (Pape)

[Seite 520] hinkommen, sich hinerstrecken; πρός τι, Thuc. 2, 96; πλευρὰς εἰς τὸ πλάγιον παρηκούσας, Xen. Cyn. 4, 1; Sp.; hinanreichen, μέχρι τινός, Sp.; sich daneben hinerstrecken, παρήκουσι παρὰ πᾶσαν τὴν θάλασσαν, Her. 2, 32, vgl. 4, 42; παρῆκε τὸ στρατόπεδον, ἀρξάμενον ἀπὸ Ἐρυθρέων παρὰ Ὑσιάς, κατέτεινε δὲ ἐς –, 9, 15; so auch Pol. 2, 14, 6 u. öfter; – vorgehen, hervortreten, ἔξω παρήκειν, Soph. Ai. 742. – Von der Zeit, εἰς τὸ παρῆκον τοῦ χρόνου, Plat. Alc. II, 148 c, bis auf die gegenwärtige Zeit. – Vgl. παρίκω.

Greek (Liddell-Scott)

παρήκω: παρατείνομαι, παρήκει διὰ τῆσδε τῆς θαλάσσης ἡ ἀκτὴ αὕτη παρὰ Συρίην Ἡρόδ. 4. 39, 42., 9. 15, πρβλ. 2, 32· παρὰ τὸ ὀστέον Ἱππ. 410. 30, πρβλ. 411. 1· πρὸς ἡλίου δύσιν μέχρι τοῦ Ὀσκίου ποταμοῦ Θουκ. 2. 96, πρβλ. Duker εἰς 4. 36· εἰς... Ξεν. Κυν. 4, 1· π. πρός..., προσεγγίζω... κατὰ τὸν ἀριθμόν, Ἀριστ. Ποιητ. 24. 5. ΙΙ. ἔνδοθεν στέγης μή ‘ξω παρήκειν, νὰ μὴ παρουσιασθῇ ἔξω, νὰ μὴ ἐξέλθῃ, Σοφ. Αἴ. 742. ΙΙΙ. ἐπὶ χρόνου, παρέρχομαι (ἴδε ἐν λέξ. παρίκω), ὁ παρήκων χρόνος, ὁ παρελθών, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό: ὁ μέλλων, Ἀριστ. Φυσ. 4. 13, 4· ― ἀλλά, εἰς τὸ παρῆκον τοῦ χρόνου, μέχρι τοῦ παρόντος χρόνου, Πλάτ. Ἀλκ. 2. 148C.

French (Bailly abrégé)

1 s’avancer : ἔξω SOPH au dehors, càd sortir ; particul. s’avancer jusqu’à;
2 s’avancer auprès, s’étendre le long de, avec παρά et l’acc..
Étymologie: παρά, ἥκω.

English (Slater)

παρήκω παρήκει (v. l. παρίκει) (P. 6.43)