ἀρτεμία
From LSJ
ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death
English (LSJ)
ἡ,
A soundness, health, AP9.644 (Agath.), Procl. H.1.42: pl., recovery, Max.184.
German (Pape)
[Seite 361] ἡ, Unverletztheit, Gesundheit, Agath. 55 (IX, 644).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτεμία: ἡ, ἀβλάβεια, ἀσφάλεια, ὑγεία, Ἀνθ. Π. 9. 644· πλ., Μάξ. π. κατ. 184.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
intégrité, particul. bonne santé.
Étymologie: ἀρτεμής.