διωλύγιος
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A immense, enormous, μήκη δ. Pl.Lg.890e; μακρὰ . . καὶ δ. φλυαρία Id.Tht.162a (Sch. expl. both by περιβόητος and σκοτεινός) ; πράγματα Is.Fr.123; μακρὸς ὁ λόγος καὶ δ. Jul.Or.2.101d; κῦμα δ. Call.Fr.111; ἤπειρος A.R.4.1258; σκότος Dam.Isid.303; τιμαί Them.Or.11.146b; πνεῦμα δ., of a water-clock striking, perh. far-sounding, AP7.641 (Antiphil.); loud, piercing, φθέγμα θρηνῶδες καὶ δ. Agath.1.12: neut. as Adv., δ. ἀνῴμωζον J.BJ7.6.4; δ. ἀνεβόησεν Charito 3.3, Lib.Decl.26.47. (Etym. unknown: expld. by ἠχοῦν ἐπὶ πολύ, μέγα καὶ σφοδρόν, διατεταμένον, Hsch.; by μέγα καὶ ἐπὶ πολὺ διῆκον, Suid.)
Greek (Liddell-Scott)
διωλύγιος: -ον, ἑρμηνευόμενον ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ., ἠχοῦν ἐπὶ πολύ, μέγα καὶ σφοδρόν, διατεταμένον, ὑπὸ δὲ τοῦ Σουΐδ. μέγα καὶ ἐπὶ πολὺ διῆκον· ‒ ἡ γενικὴ ἔννοια τοῦ ὑπερβολικοῦ, ἀπείρου, ὑπερμεγέθους, εἶναι ἡ μόνη ἀπαντῶσα παρὰ Πλάτ., μήκη διωλύγια Νόμ. 890Ε· μακρὰ… καὶ δ. φλυαρία Θεαιτ. 161D· συχνάκις οὕτω παρὰ Νεοπλατωνικοῖς, πρβλ. Ruhnk. Τιμ.· οὕτω καὶ, κῦμα δ., Καλλ. Ἀποσπ. 111· ἐν Ἀνθ. Π. 7. 641, πνεῦμα δ. (ἐπὶ τοῦ ἤχου τοῦ αὐλοῦ) ἴσως ἐκφράζει τὴν πρώτην ἔννοιαν ἣν δίδει ὁ Ἡσύχ., ἐπὶ πολὺ ἠχοῦν· οὕτω παρὰ Χαρίτωνι 3. 3, δ. ἀνεβόησεν. (Ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως εἶναι ἄγνωστος).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui résonne au loin ; p. ext. immense.
Étymologie: διά, ὀλολύζω.