ἐπισπείρω
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
A sow with seed, ὁδόν Hdt.7.115; sow upon or among, τι ἐπὶ τὰ ἄνδηρα Thphr.CP3.15.4, cf. HP7.5.4; τινί τι Id.CP2.17.3 (Pass.): metaph., ἐ. μομφὰν ἀλιτροῖς Pi.N.8.39; σοφιστικὰ ζητήματα ταῖς ἐξηγήσεσι Gal.15.519 (v.l.). 2. sow again, with fresh seed, Thphr.CP2.17.10 (Pass.); sow after, ζιζάνια Ev.Matt.13.25.
German (Pape)
[Seite 981] daraufstreuen, nachsäen, Theophr.; τί, besäen, Her. 7, 115; übertr., μομφὰν ἀλιτροῖς Pind. N. 8, 39, d. i. tadeln.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισπείρω: μέλλ. -σπερῶ, σπείρω, τὴν δὲ ὁδὸν ταύτην, τῇ βασιλεὺς Ξέρξης τὸν στρατὸν ἤλασε, οὔτε συγχέουσι Θρήϊκες οὔτ’ ἐπισπείρουσι Ἡρόδ. 7. 115· σπείρω ἐπί τινος, φυτοῖς δὲ οὖσι τοῖς τοιούτοις καὶ ἐπισπείρειν ἐπὶ τὰ ἄνδηρα δεῖ κριθὰς Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 15. 4· τινί τι αὐτόθι 2. 17, 3: ― μεταφ., ἐπ. μομφὰν ἀλιτροῖς Πινδ. Ν. 8. 67.