ἀντάεις
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
English (LSJ)
Dor. for ἀντήεις.
German (Pape)
[Seite 243] dor. für ἀντήεις, Pind. P. 9, 96, feindselig.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντάεις: Δωρ. ἀντὶ ἀντήεις.
French (Bailly abrégé)
άεσσα, ᾶεν;
hostile, ennemi.
Étymologie: ἄντα.
English (Slater)
ἀντᾱεις
1 hostile, enemy οὕνεκεν, εἰ φίλος ἀστῶν, εἴ τις ἀντάεις, τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ κρυπτέτω (P. 9.93)