βαρυβόας
From LSJ
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
English (LSJ)
ου, ὁ,
A heavy-sounding, πορθμὸς Ἀχέροντος Pi.Fr.143.2.
German (Pape)
[Seite 433] πορθμὸς Ἀχέροντος Pind. frg. 107, stark schreiend, tosend.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρῠβόας: -ου, ὁ. ὁ βαρέως, ἰσχυρῶς βοῶν, βαρύηχος, βαρυβόαν πορθμόν...Ἀχέροντος Πίνδ. Ἀποσπ. 107. 2.
English (Slater)
βᾰρῠβόας
1 deep roaring βαρυβόαν πορθμὸν πεφευγότες Ἀχέροντος fr. 143. 2.
English (Slater)
βᾰρῠβόας
1 deep roaring βαρυβόαν πορθμὸν πεφευγότες Ἀχέροντος fr. 143. 2.