ἀκειρεκόμας
From LSJ
Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχη → Fortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück
English (Slater)
ἀκειρεκόμας
1 with unshorn hair ἀκειρεκόμᾳ Φοίβῳ (v. l. ἀκερσεκόμᾳ.) (P. 3.14) τὸν ἀκειρεκόμαν Φοῖβον (codd.: ἀκερσεκόμαν Schr.) (I. 1.7) ]
English (Slater)
ἀκειρεκόμας
1 with unshorn hair ἀκειρεκόμᾳ Φοίβῳ (v. l. ἀκερσεκόμᾳ.) (P. 3.14) τὸν ἀκειρεκόμαν Φοῖβον (codd.: ἀκερσεκόμαν Schr.) (I. 1.7) ]