αἱμύλος
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
English (LSJ)
[ῠ], η, ον, also ος, ον AP7.643 (Crin.):—
A wheedling, wily, mostly of words, αἱμύλα κωτίλλουσα Hes.Op.374; μῦθος Pi.N.8.33, cf. Ar.Eq.687; also αἱ. μηχαναί A.Pr.208; μὴ κλωπὸς αἴνει φωτὸς αἱμύλον δόρυ E.Rh.709; of persons, τὸν αἱμυλώτατον S.Aj.389 (lyr.), cf. Pl.Phdr.237b, Lyc.1124; of foxes, Ar.Lys.1268 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
αἱμύλος: [ῠ], -η, -ον, καὶ ος, ον, Ἀνθ. Π. 7. 643. Κολακευτικός, χαριτογλωσσῶν, δόλιος, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ λέξεων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 372, Πινδ. Ν. 8. 56· οὕτως αἱμύλαι μηχαναί = δόλια μηχανήματα, Αἰσχύλ. Πρ. 206: - ἐπὶ προσώπων· τὸν αἱμυλώτατον, Σοφ. Αἴ. 389 (λυρ.), Πλάτ., κτλ. ἐπὶ ἀλωπέκων, Ἀριστοφ. Λυσ. 1269.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
séduisant, insinuant, rusé.
Étymologie: DELG étym. incertaine.
English (Slater)
αἱμῠλος
1 flattering πάρφασιςαἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος (Tricl.: αἱμυλίων codd.) (N. 8.33)
English (Slater)
αἱμῠλος
1 flattering πάρφασιςαἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος (Tricl.: αἱμυλίων codd.) (N. 8.33)