εὐδία

From LSJ
Revision as of 14:11, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδία Medium diacritics: εὐδία Low diacritics: ευδία Capitals: ΕΥΔΙΑ
Transliteration A: eudía Transliteration B: eudia Transliteration C: evdia Beta Code: eu)di/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A fair weather, εὐδία ἐκ χειμῶνος Pi.I.7(6).38, cf. Antipho 2.2.1, Hp.Insomn.89; ἐν εὐδίᾳ χειμῶνα ποιεῖν X.HG2.4.14; ὅταν εὐ. γένηται Arist.HA551a3; εὐδίας (gen.) in fine weather, ib.597b13: pl., ἔν γε χειμῶσιν καὶ ἐν εὐδίαις Pl.Lg.961e; εὐδιῶν οὐσῶν Arist. HA626a4.    2 metaph., tranquillity, peace, Pi.O.1.98, P.5.10, A. Th.795, X.An.5.8.20; τὴν Αἴγυπτον εἰς εὐδίαν ἀγαγεῖν OGI90.11 (Rosetta, ii B.C.), cf. Herod.1.28; εὐ. καὶ διαγωγὴ ἄλυπος Polystr. p.17 W.; of the mind, Protag.9; σαρκὸς εὐ. good condition of... Plu. 2.126c; εἰς ἔμ' εὐδίαν ἔχων being at ease so far as I am concerned, S.Ichn.346. [On the prosody, v. εὔδιος.]

German (Pape)

[Seite 1061] ἡ (εὔδιος), stilles, heiteres Wetter, ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος Pind. I. 6, 38 (vgl. Xen. Hell. 2, 4, 14 ἐν εὐδίᾳ χειμῶνα ποιοῦσι); μελιτόεσσαν εὐδίαν ἔχει Ol. 1, 68; übertr., wie πόλις ἐν εὐδίᾳ Aesch. Spt. 777; Xen. An.5, 8, 10 u. Sp.; ἔν γε χειμῶσι καὶ ἐν εὐδίαις Plat. Legg. XII, 96 e; εὐδίας, bei stillem, heiterm Wetter, Arist. H. A. 8, 12; Plut. oft mit γαλήνη verbunden; von Heiterkeit des Gemüthes, wie auch σώματος, der nicht von Krankheit zerstörte, gesunde Zustand, Plut. Consol. ad Apoll. 362.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδία: ἡ, καλοκαιρία, κοινῶς «βιδιά», ἐκ χειμῶνος εὐδία Πινδ. Ι. 7 (6). 52· ἐν εὐδίᾳ χειμῶνα ποιεῖν Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 14· ὅταν εὐδία γένηται Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 3· εὐδίας (γεν.), ἐν καλοκαιρίᾳ αὐτόθι 8. 12, 10· ― πληθ., ἔν γε χειμῶσι καὶ εὐδίαις Πλάτ. Νόμ. 961F· εὐδιῶν οὐσῶν Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 9. 40, 36. 2) μεταφ., ἠρεμία, ἡσυχία, γαλήνη, Πινδ. Ο. 1. 158, Π. 5. 12, Αἰσχύλ. Θήβ. 795, Ἀντιφῶν 116. 25, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 19· ἐπὶ τοῦ νοῦ, τῆς διανοίας, Πρωταγ. παρὰ Πλουτ. 2. 118Ε, ἔνθα ἴδε Wytt.· σαρκὸς εὐδ., καλὴ κατάστασις τῆς σαρκός, αὐτόθι 126C. Περὶ τῆς προσῳδίας ἴδε εὔδιος.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 temps serein, beau temps;
2 fig. calme, sérénité (de l’âme, de l’esprit, etc.) ; p. anal. σαρκὸς εὐδία PLUT bon état de la chair.
Étymologie: εὔδιος.