χαλκοθώραξ
From LSJ
Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt
English (LSJ)
ᾱκος, ὁ, ἡ,
A = χαλκεοθώραξ, Pi.Pae.2.1, B.10.123, S.Aj.179 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1331] ακος, ὁ, ἡ, = χαλκεοθώραξ, Ἐνυάλιος Soph. Ai. 179.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοθώραξ: -ᾱκος, ὁ, ἡ, = χαλκεοθώραξ, Σοφ. Αἴ. 179.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ, ἡ)
à la cuirasse d’airain.
Étymologie: χαλκός, θώραξ.