ἀγέννητος
Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid
English (LSJ)
ον, (γεννάὠ
A unbegotten, unborn, ἀ. τότ' ἦ S.OC973: unoriginated, Pl.Ti.52a. Adv., ἀναιτίως καὶ ἀ. Plu. 2.1015b codd. 2 non-existent, αἰτία Aret.SD2.11. II = ἀγεννής, low-born, mean, S.Tr.61. III Act., not productive, Thphr.CP6.10.1. Adv. -τως without leaving issue, Epigr.Gr.333a (Perg.).
German (Pape)
[Seite 12] 1) nicht erzeugt, Soph. O. C. 977; Plut. de an. procr. e Tim. 4, neben ἀναιτίως 6. – 2) = ἀγεννής, Soph. Fr. 61 (nachher steht dafür δούλη). – 3) nichts hervorbringend, Theophr. Vgl. ἀγένητος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγέννητος: -ον, (γεννάω), ὡς τὸ ἀγέννητος, ὁ μὴ γεννηθείς, ἀγ. τότ’ ἦ, Σοφ. Ο. Κ. 973· ὁ μὴ λαβὼν ἀρχήν, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 739, Πλάτ. Τίμ. 52Α., ἐπὶ τῶν στοιχείων, Ἐμπεδ. παρ’ Ἡσύχ. - ἐπίρρ., ἀναιτίως και ἀγ., Πλούτ. 2. 1015Α. ΙΙ. ὡς τὸ ἀγεννής, ὁ ταπεινὸς τὴν καταγωγήν, «πρόστυχος», Σοφ. Τρ. 61. ΙΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ παράγων, μὴ γεννῶν, Θεόφρ. Αἴτ. Φυσ. 6. 10, 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non engendré, non créé, qui n’est pas né;
2 de naissance basse ou honteuse.
Étymologie: ἀ, γεννάω.