ἀγνόημα
From LSJ
ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation
English (LSJ)
τό,
A fault of ignorance, oversight, ψυχῆς Gorg.Hel. 19, ἀ. ἕτερον προσαγνοεῖν Thphr.HP9.4.8, cf. D.S.1.1, Hipparch. 1.3.11, LXX To.3.3, Ep.Heb.9.7; in pl., opp. ἁμαρτήματα, PTeb.5.3 (ii B. C.). II ignorance, περί τινος Str.7.2.4. III object of ἄγνοια, Dam.Pr.7.
German (Pape)
[Seite 17] τό, Irrthum, Versehen, Theophr., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγνόημα: τό, σφάλμα ἐξ ἀγνοίας, παραδρομή, ἁμάρτημα, ἀγνόημα ἕτερον προσαγνοεῖν, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 9.4, 8. πρβλ. Ἑβδ. καὶ Κ. Δ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 ignorance;
2 faute par ignorance, erreur.
Étymologie: ἀγνοέω.