ἀντιστοιχία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A standing opposite in pairs, τῶν ποδῶν Arist.Pr.894a19; πραγμάτων Plu.2.474a. II of letters, correspondence, of the relation of tenuis, media, and aspirate to each other, Ascl.Myrl. ap. Ath.11.501b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιστοιχία: ἡ, τὸ ἀντιστοιχεῖν, τὸ ἵστασθαι ἀπέναντι ἄλλου, κατ’ ἀντιστοιχίαν τῶν ποδῶν ἦν ἡ κίνησις Ἀριστ. Προβλ. 10. 30· πραγμάτων ἀντιστοιχίας Πλούτ. 2. 474Β. ΙΙ. ἐπὶ γραμμάτων, ἴδε σύστοιχος.