ἀωροθάνατος
From LSJ
English (LSJ)
[θᾰ], ον,
A untimely dead, Ar.Fr.663 (cj. Dind. for ἀωρὶ θαν., cf. Phryn.PSp.42B.).
German (Pape)
[Seite 422] zu früh gestorben, B. A. p. 24; vgl. ἀωρί.
Greek (Liddell-Scott)
ἀωροθάνᾰτος: -ον, «ὁ πρὸ τῆς καθηκούσης ὥρας ἀποθανὼν ἀνὴρ ἢ γυνὴ» Α. Β. 24, 22, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 592 ὡς Δινδ. ἀντὶ ἀωρὶ θανάτῳ· πρβλ. ἀωροθανής, ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκαι) 38469.