γλυκυθυμία
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
ἡ,
A sweetness of mind, γ. πρὸς τὰς ἡδονάς readiness to indulge... opp. τὸ καρτερεῖν, Pl.Lg.635c, cf. Plu.2.476d. II kindly disposition, Id.Them.10, Id.2.970b; πρός τινα Sammelb.4630.8 (ii A. D.). III pleasantness, Iamb.Myst.5.11.
Greek (Liddell-Scott)
γλῠκῠθῡμία: ἡ, γλυκύτης πνεύματος, γλ. πρὸς τὰς ἡδονάς, ἑτοιμότης ἢ προθυμία τοῦ νὰ παραδοθῇ τις … , ἀντίθ. τῷ ἐγκράτεια, Πλατ. Νόμ. 635D. II. ἀγαθὴ διάθεσις, ἀγαθότης ψυχῆς, εὐμένεια, Πλούτ. Θεμ. 10, ὁ αὐτ. 2. 970B.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
douceur de caractère, bienveillance.
Étymologie: γλυκύθυμος.