δικανικός
English (LSJ)
ή, όν, I of persons, skilled in pleading, Pl.Grg.512b, Tht.201a, X.Mem.1.2.48, etc.: in bad sense, lawyer-like, pettifogging, σμικρὸς τὴν ψυχὴν καὶ δ. Pl.Tht.175d. II belonging to trials, judicial, λόγοι Isoc.13.20; ῥημάτιον δ. law-term, Ar.Pax534; ἡ-κή (sc. τέχνη) forensic oratory, Pl.R.405a, Arist.Rh.1371a7; μετὰ δικανικήν after serving as advocate, Epigr.Gr.919; τὸ δ. S.E.M.2.89; τὰ δικανικά Arist.Rh.1354b23. 2 in bad sense, savouring of the law-courts, φορτικὰ μὲν καὶ δ. Pl.Ap.32a; ὡς μακρὸν τὸ ἐνύπνιον καὶ δ. Luc.Somn.17. Adv. -κῶς Charito 5.4.
German (Pape)
[Seite 627] was sich auf das Recht u. die Processe bezieht; ῥημάτια Ar. Pax 526, wie τὰ δικανικά Plat. Apol. 32 a und λόγοι δ. Isocr. 13, 20 Proceßreden, die ihrer Förmlichkeit u. ihres ausführlichen Vortrages wegen oft weitschweifig u. ermüdend wurden; dah. in der Stelle des Plat. καὶ φορτικά dabeisteht; σοφία δημηγορική τε καὶ δικανική Plat. Rep. II, 365 d, u. öfter ἡ δικανική, z. B. Gorg. 511 d, die Proceßführungskunst; τέχναι Plut. Them. 2. Die Rhetoren, wie Arist. rhet. 1, 1, unterscheiden τὰ δικανικά von δημηγορικά, die gerichtliche Beredtsamkeit. – Ὁ δικανικός, ein im Proceßführen erfahrener, gewandter Mann, Plat. Gorg. 512 b; vgl. Theaet. 201 a; u. Xen. Mem. 1, 2, 48. – Adv., λέγειν Charit. 5, 4.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκανικός: -ή, -όν, 1) ἐπὶ προσώπων, ὁ ἔμπειρος περὶ τοὺς νόμους, ἠσκημένος εἰς τὸ ἀγορεύειν ἐν δικαστηρίοις, ὁ ὡς δικηγόρος, Πλάτ. Γοργ. 512Β, Θεαιτ. 175D, 201Α, Ξεν., κτλ. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὁ ἀνήκων εἰς δίκας, ἐν τῷ δικαστηρίῳ λεγόμενος ἢ πραττόμενος, λόγοι Ἰσοκρ. 295Β· ῥημάτιον δ., νομικὸς ὅρος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 534· ἡ δικανικὴ (ἐνν. τέχνη), ῥητορεία ἐν δικαστηρίοις, Πλάτ. Πολ. 405Α, Ἀριστ. Ρητ. 1.11,15· μετὰ δικανικήν, ἀφοῦ τις ὑπηρέτησεν ὡς δικηγόρος, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 919. οὕτω, τὰ δικανικὰ Ἀριστ. Ρητ. 1.1,10.
2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὅμοιος πρὸς δικηγόρον, σμικρὸς τὴν ψυχὴν… καὶ δ. Πλάτ. Θεαίτ. 175D· οὔτως ἐπίρρ. δικανικῶς Χαρίτων 5.4· ἐπὶ διηγήσεως, φορτικὰ μὲν καὶ δ., ὁμοιάζοντα πρὸς δικηγορικὴν ἀγόρευσιν, ἀνιαρά, φορτικά, Πλάτ. Ἀπολ. 32Α· ὡς μακρὸν τὸ ἐνύπνιον καὶ δ. Λουκ. Ἐνυπν. 17.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 expert aux choses du barreau, habile jurisconsulte ou habile avocat;
2 qui concerne le barreau, judiciaire ; ἡ δικανική (τέχνη) la science du barreau, la jurisprudence ; p. ext. prolixe, fastidieux.
Étymologie: δίκη.