δράκαινα
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
English (LSJ)
ης, ἡ, fem. of δράκων,
A she-dragon, h.Ap.300; of the Erinyes, A.Eu.128; Ἅιδου δ., of the Erinys of Clytaemnestra, E.IT 286; compared with a courtesan, δ. ἄμεικτος Anaxil.22.3, cf. Secund. Sent.8. II scourge, Ar.Fr.767.
German (Pape)
[Seite 664] ἡ, fem. zu δράκων; H. h. Apoll. 300; Aesch. Eum. 125 heißen die Furien so; Eur. Bacch. 1355, öfter. – Auch Name eines Fisches, wie
Greek (Liddell-Scott)
δράκαινα: -ης, -ἡ, θηλ. τοῦ δράκων (πρβλ. Λάκαινα), θῆλυς δράκων, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπολλ. 300· ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 128· οὕτως, Ἅιδου δρ., ἐπὶ τῶν Ἐρινύων τῆς Κλυταιμήστρας, Εὐρ. Ι. Τ. 286· καὶ ἐπὶ ἑταίρας, δρ. ἄμικτος Ἀναξίλ. Νεοττ. 1. ΙΙ. μάστιξ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 606.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
dragon femelle.
Étymologie: δράκων.