διωρία
From LSJ
Full diacritics: διωρία | Medium diacritics: διωρία | Low diacritics: διωρία | Capitals: ΔΙΩΡΙΑ |
Transliteration A: diōría | Transliteration B: diōria | Transliteration C: dioria | Beta Code: diwri/a |
ἡ, either (ὅρος)
A fixed space or interval, or (ὥρα) appointed time, J.BJ5.9.1.
διωρία: ἡ, (ὥρα) διάστημα δύο ὡρῶν, Βυζ.˙ διωρία διὰ τοῦ ω μεγάλου καιρὸν δηλοῖ, διορία δὲ = προθεσμία, διορία, Ἡσύχ., Σουΐδ.