ἐκσαόω
From LSJ
κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
English (LSJ)
Ep. for
A ἐκσῴζω, ἐξεσάωσεν ὀϊόμενον θανέεσθαι Il.4.12 ; ἐξεσάωσε θαλάσσης Od.4.501 ; ψυχὴν δ' ἐξ. v.l. in Archil.6; [πέδιλον] ὑπ' ἰλύος A.R.1.10.
German (Pape)
[Seite 778] erretten aus; θαλάττης Od. 4, 501; vgl. Il. 4, 12; Archil. bei Schol. Ar. Pax 1301 u. sp. D., wie Ap. Rh. 1, 10, ἐξεσάωσεν ὑπ' ἰλύος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσᾰόω: Ἐπ. ἀντὶ τοῦ ἐκσῴζω, ἐξεσάωσεν ὀϊόμενον θανέεσθαι Ἰλ. Δ. 12· ἐξεσάωσε θαλάσσης Ὀδ. Δ. 501· ψυχὴν δ᾿ ἐξ. Ἀρχίλ. ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1301.
French (Bailly abrégé)
-αῶ;
ao. ἐξεσάωσα;
sauver de : τινα θαλάσσης OD arracher qqn à la mer ; abs. sauver de la mort, acc..
Étymologie: ἐκ, σαόω.