ἀμερμηρεί
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
English (LSJ)
Adv.
A carelessly, Suid., Eust.1416.10.
German (Pape)
[Seite 122] sorglos, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμερμηρεί: ἐπίρρ. ἀμερίμνως, ἀδιαφόρως, ἀμελῶς, Εὐστ. 1416. 10, Ἀνέκδ. Ὀξον. 2. 313.