ἐξακολουθέω
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
A follow, of persons, τοῖς φίλοις Plb.18.10.7, cf. LXX Jb.31.9; μύθοις 2 Ep.Pet.1.16, J.AJProoem.4. 2 of things, follow, result from, c. dat., Epicur.Fr.181; attend, c. dat., εὔνοια, φήμη ἐ. τινί, Plb.4.5.6, 5.78.4; ἔπαινοί τισι κατορθουμένοις D.H.Comp.24; esp. of penalties, ἐ. πρόστιμά τισι UPZ112v10(ii B. C.), PTeb.5.132(ii B. C.); also of obligations, fall on one, CPR5.15, etc. 3 abs., follow, result, Ph.Bel.58.5, Antyll. ap. Orib.45.15.4; also of logical consequences, πάντα ταῦτα ἐ. Arr.Epict.1.22.16, cf. Polystr.p.5 W.
German (Pape)
[Seite 865] nachfolgen, τινί, Pol. 4, 5, 6 u. öfter; Plut. Alex. 24; nachspähen, nachsuchen, Ios. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰκολουθέω: παρακολουθῶ, γιγνώσκον αὐτόν... ῥᾳδίως ἐξακολουθήσοντα τοῖς ἐκεῖ φίλοις, ἐφ’ ὁπότερα ἂν ἄγωσιν αὐτὸν Πολύβ. 17. 10, 7. 2) ἐπακολουθῶ ὡς ἀποτέλεσμα, ἐπὶ πᾶσι τούτοις συνίστανε τὴν ἐξακολουθήσουσαν εὔνοιαν σφίσι παρὰ τοῦ τῶν Αἰτωλῶν πλήθους ὁ αὐτ. 4. 5, 6· τὴν ἐξακολουθοῦσαν αὐτῷ φήμην ὁ αὐτ. 5. 78. 4.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
suivre de près, marcher dans les pas de quelqu’un ; venir à la suite de, τινι.
Étymologie: ἐξ, ἀκολουθέω.