ἀκαρής

From LSJ
Revision as of 19:28, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκᾰρής Medium diacritics: ἀκαρής Low diacritics: ακαρής Capitals: ΑΚΑΡΗΣ
Transliteration A: akarḗs Transliteration B: akarēs Transliteration C: akaris Beta Code: a)karh/s

English (LSJ)

ές, ( κείρω) properly of hair,

   A too short to be cut, hence generally, small, tiny, ἀκαρῆ τινα ἐνθυμήματα D.H.Isoc.20; ἐν ἀκαρεῖ χρόνῳ Com.Adesp.370 (and codd. in Ar.Pl.244).    II metaph., within a hair's breadth of, all but, στρουθὶς ἀκαρὴς νὴ Δί' εἶ Alex.144; ἀ. παραπόλωλας Men.835; ἀ. δέω φάσκειν Id.Pk.166; κατέπεσον ἀ. τῷ δέει Com.Adesp.581.    III freq. of Time, esp. neut. ἀκαρές, moment, ἐν ἀκαρεῖ χρόνου Ar.Pl.244 (ap.EM), Alciphr.3.56, Luc. Tim.3 (also ἐν ἀ. τοῦ χρόνου ib.23); ἐν ἀ. alone, Id.Asin.37, Plot.5.5.7; also ἀκαρῆ διαλιπών (sc. χρόνον) having waited a moment, Ar. Nu.496; ἀκαρὲς ὥρας in a moment, Plu.Ant.28; ἡμέρας μιᾶς ἀ. Id.2.938a; ἐπ' ἀκαρές Aret. SD2.2.    2 neut. pl. ἀκαρῆ, usu. with negs., not a bit, not at all, οὐκ ἀπολαύεις πλὴν τοῦθ' ὃ φέρεις ἀκαρῆ not a bit, not at all, Ar.V.701; οὐδ' ἀκαρῆ ib.541 (lyr.), D.50.56; ἀκαρῆ παντελῶς (v.l. ἀκαρεί) Xenarch.7.15; παρ' ἀκαρῆ within a hair's breadth, Pl.Ax.366c, Phld.Rh.2.28 S.    IV τὸ ἀ. ring on the little finger, Poll.5.100, Hsch.    V Adv. ἀκαρῶς Sch.Ar.Pl.244 (-έως Hsch.); ἀκαρεί, instantly, Plu.Sert.16.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκᾰρής: -ές, (κείρω) κυρίως ἐπὶ κόμης, παραπολύ μικρὰ ἢ ὥστε νὰ καρῇ, ἐντεῦθεν καθόλου, βραχύς, σμικρός, ἐλάχιστος, ἀκαρῇ τινα ἐνθυμήματα, Διον. Ἁλ. περὶ Ἰσοκρ. 20. ΙΙ. μεταφορ. σχεδόν, παρ’ ἐλάχιστον, μόνον οὐ, ἀκαρὴς πεφιλιππίδωσαι, = ἔχεις γείνῃ (κατὰ τὴν ἰσχνότητα) σχεδὸν Φιλιππίδης (ἴδε Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 4. σ. 100), Ἄλεξ. ἐν «Μανδραγοριζόμενῃ» 5· ἀκ. παραπόλωλας, Μενάνδ. Ἄδηλ. 226· κατέπεσον ἀκ. τῷ δέει, ὁ αὐτ. Κωμ. Ἀνων. 3. ΙΙΙ. μάλιστα κατ’ οὐδέτερ. ἀκαρές. 1) ἐπὶ χρόνου, στιγμή, ἐν ἀκαρεῖ χρόνου, Ἀριστοφ. Πλ. 244, Ἀλκίφρ. 3. 56, Λουκ. Τίμ. 3 (οὐχὶ ἐν ἀκαρεῖ τοῦ χρόνου ὡς κεῖται, αὐτόθι 23)· ἐν ἀκαρεῖ μόνον, ὁ αὐτ. Ὄνος 37, κτλ.· ἀκαρῆ διαλιπών, (ἐνν. χρόνον), ἀφοῦ περιέμεινα μίαν στιγμήν, Ἀριστοφ. Νεφ. 496· ὡσαύτ. ἀκαρὲς ὥρας, ἐν μιᾷ στιγμῇ, Πλουτ. Ἀντων. 28· ἡμέρας μιᾶς ἀκ., ὁ αὐτ. 2. 938Α· ἐπ’ ἀκαρές, Ἀρεταῖ. περὶ Χρον. Παθ. 2. 2. 2) ἀκαρῆ, κεῖται ὡσαύτως ἐπιρρηματικῶς ἄνευ ἀναφορᾶς εἰς τὸν χρόνον, τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσεως, οὐκ ἀπολαύεις τοῦ ὃ φέρεις ἀκαρῆ, οὐδόλως, οὐδ’ ἐλάχιστον, Ἀριστοφ. Σφῆκ. 701· οὐδ’ ἀκαρῆ, αὐτόθι 541, Δημ. 1223. 28· ἀκαρῆ παντελῶς, (ἑτέρα γραφ. ἀκαρεὶ ἢρεῖ), Ξέναρχ. ἐν «Πορφύρᾳ» 1. 15· οὕτω παρ’ ἀκαρῆ, παρ’ ἐλάχιστον, Πλάτ. Ἀξ. 366C. IV. τὸ ἀκαρὲς, δακτύλιος ἐπὶ τοῦ μικροῦ δακτύλου, Πολυδ. 5. 100, «ἀκαρές, τὸ περὶ τῷ μικρῷ δακτυλίδιον», Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qu’on ne peut tondre, trop court pour être tondu ; avec l’idée de temps court, de peu de durée : ἐν ἀκαρεῖ χρόνῳ AR, ἐν ἀκαρεῖ LUC en un instant ; acc. adv. • ἀκαρῆ (χρόνον) un petit moment ; ἀκαρὲς ὥρας PLUT m. sign.
Étymologie: ἀκαρής.