ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
Full diacritics: διαρροιζέω | Medium diacritics: διαρροιζέω | Low diacritics: διαρροιζέω | Capitals: ΔΙΑΡΡΟΙΖΕΩ |
Transliteration A: diarroizéō | Transliteration B: diarroizeō | Transliteration C: diarroizeo | Beta Code: diarroize/w |
A to whizz through, διερροίζησε στέρνων [ὁ ἰός] S.Tr. 568.
διαρροιζέω: διέρχομαι μετὰ συριγμοῦ, διερροίζησε στέρνων [ὁ ἰός] Σοφ. Τρ. 568.
-ῶ :
ao. 3ᵉ sg. διερροίζησε;
traverser en sifflant, gén..
Étymologie: διά, ῥοιζέω.