βασιλίνδα
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
Adv., ἡ β. παιδιά 'king of the castle', a game, Poll.9.110, AB1353.
German (Pape)
[Seite 437] adv., παίζειν, ein Spiel, worin Einer zum König gemacht wird, B. A. 1353; Poll. 9, 110.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰσῐλίνδα: ἐπίρρ., ἡ βασ. παιδιά, παιγνίδιον τῶν παιδίων, καθ’ ὃ ἐκλέγεταί τις βασιλεὺς (πρβλ. ὀστρακίνδα, κτλ.), Πολυδ. Θ΄, 110, Α. Β. 1353.