ἀρωματίτης
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
English (LSJ)
ου, ὁ, fem. ἀρωμᾰτ-ῖτις, ιδος, ἡ,
A = ἀρωματικός, οἶνος Id.5.54; σχοῖνος Str.16.2.16.
German (Pape)
[Seite 368] ὁ, οἶνος, mit Gewürz abgezogen, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρωματίτης: -ου, ὁ, -ῖτις, ιδος ἡ, = ἀρωματικός, ἀρωματίτης οἶνος Διοσκ. 5. 64.