ἀνεύθετος
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
ον,
A inconvenient, λιμὴν ἀ. πρὸς παραχειμασίαν Act.Ap. 27.12.
German (Pape)
[Seite 227] nicht gut angeordnet, nicht wohl angepaßt, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεύθετος: -ον, ὁ μὴ εὔθετος, ἀκατάλληλος, ἀνευθέτου δὲ τοῦ λιμένος ὑπάρχοντος πρὸς παραχειμασίαν Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mal situé, peu convenable.
Étymologie: ἀ, εὔθετος.