ἀνάρροια
From LSJ
Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht
English (LSJ)
ἡ,
A back flow, reflux, Arist.Mir.843a27, Plu.2.929e (of the moon's reflected light); θαλάσσης Thphr.Metaph.29.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάρροια: ἡ, ἡ ἄμπωτις, Ἀριστ. Π. Θαυμ. 130. 4, Πλούτ.