διεγείρω
English (LSJ)
A wake up, Anaxipp.1.47, J.AJ8.13.7, Hdn.2.1.5; stir up, arouse, LXX 2 Ma.7.21; excite, promote, αὔξησιν φυτοῦ Gp.9.3.7:—Pass., Hp.Ep.15, Arist.Pr.876a22, LXXEs.11.11, Ph.2.485, Longus 2.35; to be raised up from a sick-bed, AP11.171 (Lucill.); Ep. aor. διέγρετο ib.5.274 (Paul. Sil.). II raise, τὸν αὐχένα Hld. 4.4; χώματα J.BJ6.1.1, 6.2.7:—Pass., πύλας διεγειρομένας εἰς ὕψος πηχῶν ἑβδομήκοντα LXXJu.1.4; τοῖς πηδήμασι πρὸς οὐρανὸν διεγειρεσθε μἐσον Procop.Gaz.ἠθοπ.ποιμένος p.137B.
German (Pape)
[Seite 617] (s. ἐγείρω), aufwecken; Hippocr.; τὴν φύσιν διεγείρας Anaxipp. Ath. IX, 404 (v. 47); ἐξ ὕπνου διέγρετο Paul. Sil. 12 (v, 275); διεγερθείς Lucill. 99 (XI, 171).
Greek (Liddell-Scott)
διεγείρω: ἐντελῶς ἐξεγείρω, Ἱππ. 1237, Ἀνάξιππ. Ἐγκαλ. 1. 47. - Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 3. 34· Ἐπ. ἀόρ. παθ. διέγρετο, Ἀνθ. Π. 5. 275. ΙΙ. προτείνω, τὸν αὐχένα Ἠλιόδ. 4. 4.