εἰσπέμπω
English (LSJ)
A send in, σύ μ' ἐσπέμπεις δόμους E.HF850, cf. Th.4.16; γράμματα πρὸς βασιλέα Id.1.137; suborn agents, S.OT705, And.2.4; ῥήτορας send them into court, instruct them, Pl.Euthd.305b; τῷ μὴ καλῷ θάρρει τὸν κάλλιστον φόβον pit against.., Id.Lg.671d.
German (Pape)
[Seite 745] hineinschicken, einlassen; Soph. O. R. 705; δόμους Eur. Herc. Fur. 850; Thuc. 4, 16; Plat. Euthyd. 305 b; φόβον Legg. II, 671 d.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσπέμπω: πέμπω εἰς..., ἀνὴρ ὅδ’ οὐκ ἄσημος... οὗ γέ μ’ εἰσπέμπεις δόμους, εἰς οὗ τοὺς δόμους πέμπεις με, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 850˙ ἐσπέμπει (ὁ Θεμιστοκλῆς) γράμματα ὡς τὸν βασιλέα Ἀρταξέρξην Θουκ. 1. 137˙ πέμπω τινὰ παρ’ ἐμοῦ, παρουσιάζω τινά, μάντιν μὲν οὖν κακοῦργον εἰσπέμψας Σοφ. Ο. Τ. 705, Ἀνδοκ. 20. 16˙ ῥήτορας εἰσπ., στέλλω αὐτοὺς εἰς τὸ δικαστήριον, δίδω εἰς αὐτοὺς ὁδηγίας, Πλάτ. Εὐθύδ. 305Β, πρβλ. Νόμ. 671D.
French (Bailly abrégé)
anc. att. ἐσπέμπω;
1 envoyer dans, introduire dans;
2 envoyer vers;
3 envoyer contre ; suborner;
Moy. εἰσπέμπομαι introduire pour soi.
Étymologie: εἰς, πέμπω.