ἄπαυστος

From LSJ
Revision as of 19:43, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπαυστος Medium diacritics: ἄπαυστος Low diacritics: άπαυστος Capitals: ΑΠΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: ápaustos Transliteration B: apaustos Transliteration C: apafstos Beta Code: a)/paustos

English (LSJ)

ον,

   A unceasing, never-ending, Parm.8.27; αἰών A.Supp. 574 (lyr.); βίος Pl.Ti.36e; ἄτα S.Aj.1187 (lyr.); ἄ. καὶ ἀθάνατος φορά Pl.Cra.417c, etc. Adv. -τως Arist.Mu.391b18, Corn.ND34.    2 not to be stopped or assuaged, insatiable, δίψα Th.2.49; γνάθοι Antiph. 237.4; ἐπιθυμίη χρημάτων Eus.Mynd.1.    II c. gen., never ceasing from, γόων E.Supp.82 (lyr.).—Cf. ἄπαυτος.

German (Pape)

[Seite 283] nicht zu beruhigen, unaufhörlich, δίψα Thuc. 2, 49; endlos, αἰών Aesch. Suppl. 569; ἄτη Soph. Ai. 1166; γόων, nicht ablassend mit, Eur. Suppl. 93; in Prosa, βίος Plat. Tim. 36 e; καὶ ἀθάνατος Crat. 417 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπαυστος: -ον, ἀδιάκοπος, συνεχής, ἀκατάπαυστος, Παρμεν. Ἀποσπ. 82· αἰὼν Αἰσχύλ. Ἱκ. 573· βίος Πλάτ. Τίμ. 36E· ἄτα Σοφ. Αἴ. 1186· ἀπ. καὶ ἀθάνατος φορὰ Πλάτ. Κρατ. 417C, κτλ.: - Ἐπίρρ. -τως, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2. 2. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ σταματήσῃ ἢ ἱκανοποιήση, ἀκόρεστος, δίψα Θουκ. 2. 49· γνάθοι Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 15. ΙΙ. μετὰ γεν., ὁ μηδέποτε παυόμενος, ἢ καταστελλόμενος, ἀκόρεστος, γόων Εὐρ. Ἱκ. 82.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
incessant, sans fin.
Étymologie: ἀ, παύω.