ἐκκύπτω
English (LSJ)
A peep out of, αἰγείρου Babr.50.13 ; ἐκ τῶν οἴκων Ant.Lib. 39.6; ἐκκύψασαν ἁλῶναι to be caught peeping out (Reiske for ἐγκ-), Ar.Th.790: generally, pop out, Id.Ec.1052 ; of a snail's eyes, Teucer ap.Ath.10.455e : metaph., proceed forth, τοῦ νοητοῦ εἰς οὐρανόν Plot. 4.3.15; cf.ἐκκέκυφεν· ἀνωρθώθη (-ωσεν cod.), Hsch. II trans., put forth, Ael.NA15.21.
German (Pape)
[Seite 765] hervorgucken; πόθεν ἐξέκυψας Ar. Eccl. 1052; übh. hervorragen, ὄμματα ἐκκύπτοντα Ath. X, 455 a; Plut. – Trans., hervorstecken, τὴν κεφαλήν Ael. H. A. 15, 21.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκύπτω: κύπτω ἔξω τινός, κερδὼ παχείας ἐξέκυπτεν αἰγείρου Βαβρ. 50. 13· ἐκκύψασαν ἁλῶναι (πιθ. γραφ. ἀντὶ ἐγκ-), Ἀριστοφ. Θεσμ. 790: - καθόλου, ἐξέρχομαι, ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 1052· ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ κοχλίου, ἐξέρχομαι ἔξω, Ἀθήν. 455Ε. ΙΙ. μεταβατ., προσβάλλω, προτείνω, μόνην γὰρ ἐξέκυψε τὴν κεφαλὴν (ὅπερ νῦν διωρθώθη: μόνη γὰρ ἐξέκυψεν ἡ κεφαλή), Αἰλ. π. Ζ. 15. 21.
French (Bailly abrégé)
1 se pencher pour regarder au dehors ; se laisser entrevoir, se montrer, apparaître;
2 tr. pencher en dehors : τὴν κεφαλήν la tête.
Étymologie: ἐκ, κύπτω.