ἀχθοφορέω
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
English (LSJ)
A bear burdens, Plb.4.32.7, Plu.Mar.13; to be loaded, ἡ κοιλία Hp.Acut.28. 2 bear as a burden, νέκυν AP7.468 (Mel.); κριόν IG14.1301; ὄστρακον APl.4.333 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 418] Last tragen, schwer tragen, Luc. D. Mort. 24, 2 u. öfter; Pol. 4, 32, 7; Plut. Mar. 13; νέκυν Mel. 124 (VII, 468); δέπας Antiphil. 14 (Plan. 333).
Greek (Liddell-Scott)
ἀχθοφορέω: φέρω ἄχθη, βάρη, φορτία, Πολύβ. 4. 32, 7, Πλουτ. Μάρ. 13· εἶμαι φορτωμένος, ἡ κοιλία Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388. 2) φέρω ὡς φορτίον, τι Ἀνθ. ΙΙ. 7. 468, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1102.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ἀχθοφορήσω;
porter un fardeau.
Étymologie: ἀχθοφόρος.