ἀπόφορος
From LSJ
Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art
English (LSJ)
ον,
A not to be borne or suffered, μίασμα Phalar.Ep.141 (ἀπότροπον Ruhnk.). 2 past bearing, δένδρα Hsch.; cf. ἀποφόρος· ἀσθενέστερος, Id.
German (Pape)
[Seite 335] 1) nicht zu tragen, abscheulich, ἄγος, μί ασμα, Phalar. Ep. 139. – 2) nicht tragend, unfruchtbar, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόφορος: -ον, ἀφόρητος, ἀποτρόπαιος, ὥσπερ τι ἄγος ἢ μίασμα ἰδὼν ἀπόφορον, αὐτόθεν ἀπεστράφης ὡς εἰκὸς Φαλάρ. Ἐπιστ. 139, ἀμφίβολ.