Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
Full diacritics: αἱμυλία | Medium diacritics: αἱμυλία | Low diacritics: αιμυλία | Capitals: ΑΙΜΥΛΙΑ |
Transliteration A: haimylía | Transliteration B: haimylia | Transliteration C: aimylia | Beta Code: ai(muli/a |
ἡ, (αἱμύλος)
A wheedling, αἱ. καὶ χάρις Plu.Num.8, prob. in Phld.Rh.2.77 S.
αἱμυλία: ἡ, (αἱμύλος) = ὁ ἐπίχαρις καὶ θελκτικὸς τρόπος, πρὸς δὲ καὶ ὁ δολερὸς τρόπος, Πλουτ. Νουμ. 8.
ας (ἡ) :
grâce, charme, gentillesse.
Étymologie: αἱμύλος.