αἰχμαλωτίζω

From LSJ
Revision as of 19:40, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰχμᾰλωτίζω Medium diacritics: αἰχμαλωτίζω Low diacritics: αιχμαλωτίζω Capitals: ΑΙΧΜΑΛΩΤΙΖΩ
Transliteration A: aichmalōtízō Transliteration B: aichmalōtizō Transliteration C: aichmalotizo Beta Code: ai)xmalwti/zw

English (LSJ)

   A take prisoner, D.S.14.37, LXX 4 Ki.24.14, al.:—more freq. in Med., αἰχμαλωτίζομαι J.BJ4.8.1: fut. -ίσομαι ib.2.4: aor. ᾐχμαλωτισάμην ib.1.22.1, D.S.13.24: pf. ᾐχμαλώτισμαι J.BJ4.9.8 (with v.l. -σάμενοι); also in pass. sense, SIG763 (Cyzicus).

Greek (Liddell-Scott)

αἰχμαλωτίζω: μελλ. -ίσω, συλλαμβάνω τινὰ αἰχμάλωτον, Διόδ. 14. 37: - ἀποθ. αἰχμαλωτίζομαι, μετὰ τῆς αὐτῆς σημασίας, Ἰωσήπ. περὶ Ἰουδ. Πολ. 4. 8, 1: μελλ. -ίσομαι, αὐτόθι 2. 4: ἀόρ. ἠχμαλωτισάμην, ὁ αὐτ. 1. 22, 1., Διόδ. 13. 24. - πρκμ. ᾐχμαλώτισμαι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ 4. 9, 8: - ὁ πρκμ. καὶ μετὰ παθητ. σημασίας, Συλλ. Ἐπιγρ. 3668.

French (Bailly abrégé)

1 faire prisonnier de guerre, emmener en captivité;
2 fig. captiver : ψυχήν NT l’âme de qqn;
Moy. αἰχμαλωτίζομαι m. sign.
Étymologie: αἰχμάλωτος.