ἀλλαντοειδής
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
ές,
A sausage-shaped, ἀ. ὑμήν the allantoid membrane of the foetus, Gal. UP15.5, Aët. 16.2.
German (Pape)
[Seite 102] ές, wurstförmig, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλαντοειδής: -ές, ὁ ἔχων σχῆμα ἀλλᾶντος, ἀλλ. ὑμήν, χιτών, ἡ ἀλλαντοειδὴς μεμβρᾶνα τοῦ ἐμβρύου, Σωραν. σ. 68, ἔκδ. Dietz., ἴδε Greenh. Θεόφρ. σ. 332.