ἄμφωτις
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
ιδος, or ἀμφωτίς, ίδος, ἡ, (οὖς)
A two-handled pail, Philet. ap.Ath.11.783d: written ἄμφωξις in Hsch., EM94.7. II covering for the ears, A.Fr.102; worn by boxers, Plu.2.38b, 706c, cf. Paus.Gr.Fr.52.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμφωτις: -ιδος, ἢ ἀμφωτίς, ίδος, ἡ, (οὖς) καδίσκος δίωτος, δηλ. ἔχων δύο λαβάς, Φιλητ. 35 - ἐν Ἐτυμολ. Μ. 94, 7, κακῶς, ἄμφωξις. ΙΙ. μάλλινον ἢ δερμάτινον κάλυμμα τῶν ὤτων, Αἰσχύλ. Ἀποσμ. 101· ἐφόρουν δὲ τὸ κάλυμμα τοῦτο οἱ νεαροὶ πύκται ὡς σκεπαστήριον τῶν ὤτων κατὰ τὴν ὥραν τῆς ἀσκήσεως, Πλουτ. 2. 38 Α, 706D πρβλ. λακωνίζω.
Spanish (DGE)
ἢ ἀμφώνυξ· γαστρίμαργος, ἀκρατής Hsch.