ἀναμανθάνω
From LSJ
Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist
English (LSJ)
A inquire closely, Hdt.9.101; learn afresh, Hsch.; simply, learn, D.S.34.17, Ph.1.406.
German (Pape)
[Seite 197] (s. μανθάνω), wieder, von neuem lernen; ausforschen, Her. 9, 101, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμανθάνω: μανθάνω τι μετ’ ἀκριβείας, λαμβάνω ἀκριβεῖς πληροφορίας, ἐξετάζω λεπτομερῶς, Ἡρόδ. 9. 101. - «ἀναμάθω, ἐξ ἀρχῆς μάθω» Ἡσύχ.