ἀνεκφοίτητος

From LSJ
Revision as of 10:47, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεκφοίτητος Medium diacritics: ἀνεκφοίτητος Low diacritics: ανεκφοίτητος Capitals: ΑΝΕΚΦΟΙΤΗΤΟΣ
Transliteration A: anekphoítētos Transliteration B: anekphoitētos Transliteration C: anekfoititos Beta Code: a)nekfoi/thtos

English (LSJ)

ον,

   A not proceeding or emanating: hence, inseparable from .., τὰ μέρη τῶν ὅλων Procl.inTi.1.6 D., in Prm.p.634 S.; τοῦ ὅλου Dam.Pr.289; τοῦ ἑυός ib.59; ἀπὸ [τῆς οὐσίας] ib. 66; ἑαυτῆς Eustr.in EN40.8.

German (Pape)

[Seite 221] nicht ausgehend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεκφοίτητος: -ον, μὴ εἰθισμένος νὰ ἐξέρχηται, ἀκοινώνητος, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Τίμ. σ. 2. - Ἐπίρρ. -τως Ἀθανάσ. τόμ. Β΄, σ. 421, Ἀνδρ. Κρήτ. σ. 136, Διον. Ἀεροπ. σ. 177, 179, 250, 266, Νικήτ. Βυζ. 785Β, κλπ.