ἀνθρωπολάτρης
From LSJ
English (LSJ)
ου, ὁ,
A manworshipper, Νεστόριος ὁ ἀ. Cod.Just.1.1.5.
German (Pape)
[Seite 234] ὁ, der Menschen göttlich verehrt, Sp.; K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωπολάτρης: ὁ, ὁ λατρεύων ἄνθρωπον ἢ ἀνθρώπους, Ἀθανάσ., κτλ.