ἀνταποκρίνομαι
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
[ῑ], Med.,
A answer again, LXXJb.16.8, Ev.Luc.14.6; argue against, τινί Ep.Rom.9.20. II correspond to, Nicom.Ar.1.8.10, 11.
German (Pape)
[Seite 244] dagegen antworten, N. T.; sich entsprechen, ἀλλήλοις Nic. arithm. 1, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταποκρίνομαι: [ῑ], μέσ., ἀντιλέγω, καὶ οὐκ ἴσχυσαν ἀνταποκριθῆναι αὐτῷ πρὸς ταῦτα Εὐαγγ. Λουκ. ιδ΄, 6˙ σὺ τίς εἶ ὁ ἀνταποκρινόμενος τῷ θεῷ; Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. θ΄, 20. ΙΙ. ἀντιστοιχῶ πρός, ἀλλήλαις Νικομ. Ἀρ. 77Α.
French (Bailly abrégé)
1 répondre, répliquer;
2 t. d’arithm. correspondre à ou avec.
Étymologie: ἀντί, ἀποκρίνομαι.