ἀξυγκρότητος

From LSJ
Revision as of 19:32, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀξυγκρότητος Medium diacritics: ἀξυγκρότητος Low diacritics: αξυγκρότητος Capitals: ΑΞΥΓΚΡΟΤΗΤΟΣ
Transliteration A: axynkrótētos Transliteration B: axynkrotētos Transliteration C: aksygkrotitos Beta Code: a)cugkro/thtos

English (LSJ)

ον, for ἀσυγκ-,

   A not welded together by the hammer: metaph. of rowers, not trained to pull together, Th.8.95; of style, not compact, rambling, D.H.Dem.19.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξυγκρότητος: -ον, ἀντί ἀσυγκ-, ὁ μὴ συγκολληθεὶς διὰ σφυρηλατήσεως, μεταφ. ἐπὶ ἐρετῶν, μὴ ἠσκημένος νὰ κωπηλατῇ ταὐτοχρόνως μετὰ τῶν ἄλλων, Θουκ. 8. 95: ἐπὶ ὕφους, μὴ συναφὲς καὶ πυκνόν, ἀλλὰ χαλαρὸν καὶ ἀσυνάρτητον, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 19.

French (Bailly abrégé)

anc. att. p. ἀσυγκρότητος.